ανάερα

ανάερα
επίρρ. легко, плавно;

περπατάω ανάερα — иметь лёгкую походку


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανάερα" в других словарях:

  • ενάερα — και ανάερα επίρρ. στον αέρα («γιομάτα τα σακκιά περνούν από τους ναύτες ενάερα στα χέρια τών χωριατών», Βλαχογ.) …   Dictionary of Greek

  • ενάερος — η, ο (AM ἐνάερος, ον) εναέριος αρχ. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, που δεν διακρίνεται. επίρρ... ενάερα και ανάερα εναέρια, με εναέριο τρόπο, ανάλαφρα …   Dictionary of Greek

  • εναέριος — α, ο (AM ἐναέριος, ον) αυτός που ζει, βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, ο υψωμένος στον αέρα, μετέωρος («εναέρια συγκοινωνία», «εναέριος σιδηρόδρομος») μσν. 1. ουράνιος 2. ψηλός. επίρρ... εναερίως κατά εναέριο τρόπο, με τον αέρα, ανάερα …   Dictionary of Greek

  • σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»